αναπηγνυμι

αναπηγνυμι
    ἀναπήγνυμι
    ἀνα-πήγνῡμι
    1) прокалывать, протыкать, надевать на вертел
    

(λαγῷα Arph.)

    2) насаживать
    

(κεφαλέ ὑπὲρ αἰχμῆς ἀναπεπηγυῖα Plut.)

    3) распинать
    

(σῶμα διὰ τριῶν σταυρῶν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναπηγνυμι" в других словарях:

  • αναπήγνυμι — ἀναπήγνυμι (Α) [πήγνυμι] 1. διαπερνώ, περνώ στη σούβλα, σουβλίζω 2. (για πρόσωπα) ανασκολοπίζω, σταυρώνω, παλουκώνω …   Dictionary of Greek

  • ἀναπέπηγεν — ἀναπήγνυμι transfix perf ind act 3rd sg ἀναπήγνυμι transfix plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπεπηγυῖαν — ἀναπήγνυμι transfix perf part act fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπεπηγότες — ἀναπήγνυμι transfix perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγνύειν — ἀναπήγνυμι transfix pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγνύμενα — ἀναπήγνυμι transfix pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπῆξαι — ἀναπήγνυμι transfix aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήγνυσθαι — ἀναπήγνυμι transfix pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήξαιμι — ἀναπήγνυμι transfix aor opt act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπήξαντες — ἀναπήγνυμι transfix aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπήγνυτο — ἀναπήγνυμι transfix imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»